- λαοπόθητος
- -η, -οαυτός τον οποίο ποθεί ο λαός: Πολλοί σκοτώθηκαν στον αγώνα για τη λαοπόθητη ανεξαρτησία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
λαοπόθητος — η, ο ο πολύ αγαπητός στον λαό. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1835 στον Γ. Μελισταγή] … Dictionary of Greek
λαο- — (AM λαο ) πρώτο συνθετικό λέξεων τής Ελληνικής που σημαίνουν ότι αυτό που δηλώνεται από το δεύτερο συνθετικό γίνεται από τον λαό (λαοκρατία, λαόδικος) ή προς ωφέλεια τού λαού (λαοπόρος) ή αναφέρεται γενικότερα στον λαό (λαογράφος, λαοπλάνος,… … Dictionary of Greek